Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΕΞΩΦΥΛΛΑ

 

Προσωπικά δεν επιλέγω ποτέ τα βιβλία μου με βάση το εξώφυλλο. Κοιτάζω το οπισθόφυλλο για να πάρω μια ιδέα για το θέμα του και, εάν με ενδιαφέρει το θέμα, τότε το αγοράζω. Φυσικά, όταν πρόκειται για τους αγαπημένους μου συγγραφείς, δεν κοιτώ ούτε τίτλο, ούτε εξώφυλλο, ούτε οπισθόφυλλο. Εάν κάποτε με έχουν απογοητεύσει, τότε είμαι πολύ πιο προσεκτική. Εσείς, αγαπημένοι μου φίλοι, πώς λειτουργείτε; Αγοράζετε ποτέ ένα βιβλίο με βάση το εξώφυλλό του;

Οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ σκέφτηκαν να δημιουργήσουν έναν κόσμο χωρίς εξώφυλλα. Αν μπείτε στο site τους, θ’ ανακαλύψετε πολλά βιβλία όπου εξώφυλλα δεν υπάρχουν, υπάρχουν μόνο οπισθόφυλλα, τα οποία σας προσκαλούν να διαλέξετε το βιβλίο που σας αρέσει με βάσει το οπισθόφυλλό του.

Ακολουθεί το κείμενο που απέστειλαν σε όλους μας και σας παρακινεί  ν’ ανακαλύψετε έναν κόσμο χωρίς… εξώφυλλα.

Έχεις σκεφτεί ποτέ πόσες φορές σχημάτισες «άποψη» με μια φευγαλέα ματιά και απλώς προσπέρασες διαφορετικούς ανθρώπους, ιδέες, καταστάσεις; Μπορείς να φανταστείς πόσα πολλά γερά εδραιωμένα στερεότυπα κρύβονται πίσω από τη μηχανική αυτή αντίδραση, που λίγο πολύ όλοι καταλήγουμε να έχουμε;

Σε έναν κόσμο που έχει μάθει να τρέχει και να προσπερνάει βιαστικά, μαζί με τις Εκδόσεις Ψυχογιός και με εργαλείο το βιβλίο, δίνουμε το ερέθισμα να κατανοήσουμε, άρα και να αγαπήσουμε ακόμα πιο βαθιά και ουσιαστικά τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Έτσι, βιβλία χάνουν για λίγο τα εξώφυλλά τους και σε προσκαλούν να τα επιλέξεις με αποκλειστικό γνώμονα, αυτή τη φορά, το πολύτιμο περιεχόμενό τους. Γιατί τελικά εκείνο είναι που μετράει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, σε κάθε τι και σε κάθε έναν από εμάς.

Δεν παύουμε ποτέ να θαυμάζουμε την τέχνη και την αισθητική που κρύβεται πίσω από τα εξώφυλλά μας και να αγαπούμε τα δημιουργήματα αυτά.

Θέλουμε όμως να δώσουμε το έναυσμα να πάψουμε να κρίνουμε από το φαίνεσθαι. 

Γι΄αυτό σε καλούμε να επισκεφθείς το site των Εκδόσεων Ψυχογιός και να ανακαλύψεις το δικό σου βιβλίο. Σε περιμένει!

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

ΣΤΟ 41ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ

 

Φίλοι μου Θεσσαλονικείς, για όσους από εσάς επιθυμείτε να υπογράψω τα αντίτυπά σας, σας ενημερώνω ότι θα βρίσκομαι στο 41ο Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης στις 8 Ιουλίου από τις 8 το απόγευμα μέχρι τις 10 το βράδυ.




 

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ

 

Στο νέο μου μυθιστόρημα «Άγραφος νόμος» εστιάζω μεταξύ άλλων στη θέση των γυναικών στην ελληνική επαρχία κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, όπου κυρίαρχος ήταν ο άντρας. Ο άντρας σύζυγος, ο άντρας πεθερός, ο άντρας εξουσιαστής, που ο λόγος του έπρεπε να θεωρείται από τη γυναίκα άγραφος νόμος. Ωστόσο, υπήρξαν κάποιες γυναίκες που αντέδρασαν, αψηφώντας το γεγονός ότι η κοινωνία θα τις εξοστράκιζε, γυναίκες τις οποίες προσωπικά αποκαλώ  μικρές ηρωίδες της καθημερινότητας. Χάρη στο σθένος αυτών των γυναικών, όπως και τους διαρκείς αγώνες του φεμινιστικού κινήματος,  άλλαξε η θέση μας στη σημερινή κοινωνία.

Μια τέτοια μικρή ηρωίδα της καθημερινότητας είναι και η κεντρική μου ηρωίδα, η Αιμιλία, που ως νήπιο έχει βιώσει τους άγριους διωγμούς στον Πόντο, γι’ αυτό και κατατρύχεται από σκληρές μνήμες. Όταν γνωρίζει τον μουσικό και τραγουδοποιό Δάμο, αφήνουν την Αθήνα για να παντρευτούν στο χωριό του, το Δίλατο, όπου συμβιώνουν σλαβόφωνοι Έλληνες και πρόσφυγες, ενώ ο Δάμος τής υπόσχεται ότι θα μείνουν εκεί  προσωρινά κι ότι αργότερα θα στήσουν τη ζωή τους στη Σαλονίκη.

Στο Δίλατο η Μελανία, μάνα του Δάμου, αντιμετωπίζει εχθρικά την πρωτευουσιάνα νύφη της, ενώ η κουνιάδα της Κατινούλα,  βαθιά ερωτευμένη με τον αρραβωνιαστικό της, τη δέχεται με αγάπη. Από την άλλη, ο πεθερός της Σίμος, άντρας δύσκολος και σέρτικος, την αντιμετωπίζει με αδιαφορία και απαξία.

Όταν η Αιμιλία γνωρίζει τη χήρα Σόνια, διάσημη μοδίστρα νυφικών, εντυπωσιάζεται από την προσωπικότητά της. Η Σόνια, καμένη από τον δικό της γάμο, πιστεύει ότι οι γυναίκες υποδουλώνονται μέσα απ’ αυτόν, γι’ αυτό και υποδέχεται τις μέλλουσες νύφες με τη σιβυλλική φράση «ακόμη μια». Ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους που θα γνωρίσει στο Δίλατο η Αιμιλία θα είναι η Νίνα, που τολμά να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι οι περισσότεροι συγχωριανοί της της γυρνούν την πλάτη, ο Μίλτος και η Μενεξέ, που οι δίδυμοι γιοι τους υπηρετούν στον στρατό, και έχουν  κόρη τη δεκατετράχρονη πανώρια Αννίτα, η Όλγα και ο Στέφος αλλά κι ο Αριστομένης που έχει εγκαταλείψει το όνειρό του για ιεροσύνη, προκειμένου να παντρευτεί την Καλλιόπη, παρότι γνωρίζει ότι το παιδί που θα γεννήσει δεν είναι δικό του. 

Μία εβδομάδα μετά τον γάμο, ακολουθούν κάποια τραγικά γεγονότα που έχουν ως συνέπεια ο Δάμος να εγκαταλείψει την Αιμιλία με τους γονείς του και να φύγει για τη συμπρωτεύουσα, όπου βρίσκει δουλειά ως μπουζουξής. Εκείνη, κυριευμένη από λαθεμένο αίσθημα ευγνωμοσύνης, το δέχεται αναντίδραστα, ώσπου φθάνει ο Οκτώβρης του ’40 κι ο Δάμος, πριν φύγει στον πόλεμο, της αποκαλύπτει κάτι που μέχρι τότε της κρατούσε μυστικό και την ικετεύει να τον συγχωρέσει. Την νύχτα όμως που εκείνος φεύγει για τον πόλεμο συμβαίνει το αδιανόητο κι η Αιμιλία εγκαταλείπει το σπίτι των πεθερικών της και καταφεύγει σ’ αυτό της Σόνιας.

Δε θα σας αποκαλύψω περισσότερα. Θα σας πω μόνο ότι οι ήρωές μου θα βιώσουν συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα, όπως είναι ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος, που θα επηρεάσουν βαθιά τη ζωή τους. Κάποιες φορές τα γεγονότα θ’ αλλάξουν τη μοίρα τους κι άλλες φορές είναι οι δικές τους επιλογές που την αλλάζουν. Ορισμένα απ’ όσα θα διαβάσετε είναι μυθοπλασία, πολλά όμως βασίζονται στην πραγματική ζωή.

Καταλήγοντας, είναι αναμφισβήτητο ότι οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι άλλαξαν πολλά στη θέση της γυναίκας. Της έδωσαν την ευκαιρία να βγει στην αγορά εργασίας, αφού οι άντρες έλειπαν στον πόλεμο, ενώ πολλές γυναίκες έμειναν χήρες και έπρεπε να βασιστούν στον εαυτό τους για να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Κι αυτό ήταν ένα καθοριστικό βήμα για τη χειραφέτησή τους.

Σας ευχαριστώ για άλλη μια φορά για τη στήριξή σας, φίλοι μου, κι ελπίζω ν’ ανταμώσουμε και πάλι στις σελίδες του νέου μου βιβλίου.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

ΕΜΒΟΛΙΑ ΚΑΙ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ

 

Ολοκλήρωσα τον εμβολιασμό μου με το εμβόλιο της ASTRA ZENECA. Το έκανα όχι μόνο για να προστατέψω τον εαυτό μου, αλλά και γιατί, βλέποντας την αγωνία που εξέφραζαν καθημερινά κορυφαίοι γιατροί μας απ’ όλα τα μέσα, ένιωσα κοινωνική μου ευθύνη και χρέος να αποτελέσω κι εγώ μια απειροελάχιστη ψηφίδα στο τείχος ανοσίας που μας ζητούσαν να υψώσουμε ενάντια στον κορωνοϊό.

«Δε φοβήθηκες να κάνεις το συγκεκριμένο εμβόλιο;» με ρώτησε πριν λίγες μέρες μια γνωστή μου. «Όχι», της αποκρίθηκα. «Όπως δε φοβάμαι να οδηγήσω το αυτοκίνητό μου ή να πετάξω με αεροπλάνο, να μπω σε τρένο ή καράβι, γνωρίζοντας ότι ενυπάρχει σ’ όλα τα παραπάνω ο κίνδυνος να χάσω τη ζωή μου και μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό».

Ακούσαμε διάφορα για τα εμβόλια. Ότι έχουν ανακαλυφθεί πολύ γρήγορα, γι’ αυτό δεν τα εμπιστεύονται (το πιο αθώο) αλλά και διάφορες (θα το πω ευθαρσώς) ανοησίες, όπως ότι θα μας βάλουν στο σώμα μας τσιπ, ότι θα βγάλουμε… ουρά, ότι θα μπει ο δαίμονας στο σώμα μας μέσω των εμβολίων, ότι δε θα μας συγχωρέσει ποτέ ο Θεός όσους κάναμε εκούσια τα εμβόλια (λες και υπάρχει τρόπος να το κάνει κανείς παρά τη θέλησή του). Δυστυχώς, τα δύο τελευταία τα ακούσαμε από χείλη ιερέων. Το λέω αυτό με μεγάλη μου λύπη, διότι είμαι κόρη ιερέα και, παρότι τον έχω χάσει πριν χρόνια τον πατέρα μου, είμαι σίγουρη ότι θα έπαιρνε τη σωστή θέση, αν ζούσε, όπως σε γενικές γραμμές και η  ηγεσία της εκκλησίας μας.

Θα ήθελα σ’ αυτό το σημείο να σας διηγηθώ μια ιστορία.

Κάποτε, έσπασε το φράγμα, που βρισκόταν δίπλα σ’ ένα χωριό, και το χωριό άρχισε να πλημμυρίζει. Οι κάτοικοί του έφυγαν έντρομοι. Μόνο ο παπάς του έμεινε και μπήκε στην εκκλησία να προφυλαχτεί, αποφαινόμενος ότι εκείνον θα τον σώσει ο Θεός. Όταν πλημμύρισε η εκκλησία, σκαρφάλωσε στην πρώτη κλίμακα του καμπαναριού. Ήρθαν τότε με μια βάρκα οι χωριανοί του να τον σώσουν, μα εκείνος αρνήθηκε να πάει μαζί τους. «Εμένα θα με σώσει ο Θεός», τους είπε. Ήρθαν άλλες δυο φορές να τον πάρουν οι χωριανοί του, και τον έβρισκαν όλο και ψηλότερα στο καμπαναριό, μα αυτός και πάλι αρνήθηκε να πάει μαζί τους. Δεν πέρασαν πολλές ώρες και το καμπαναριό καλύφθηκε απ’ τα νερά, με αποτέλεσμα να πνιγεί ο παπάς. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά  στον Θεό, Του είπε με παράπονο: «Θεέ μου, γιατί με εξέθεσες στα μάτια του ποιμνίου μου και μ’ άφησες να πνιγώ, ενώ πίστευα ότι θα με σώσεις;» «Τι να σε κάνω, ευλογημένε;» του αποκρίθηκε. «Τρεις φορές έστειλα τη βάρκα να σε πάρει κι εσύ αρνήθηκες να σωθείς».

Τούτη την ώρα η βάρκα της σωτηρίας μας είναι τα εμβόλια. Όσοι από εσάς δεν έχετε ακόμη κάνει το εμβόλιο, σας ικετεύω να το κάνετε, να προστατέψετε τους εαυτούς σας αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Γιατί θεωρώ ότι μονάχα έτσι μπορούμε να ξαναπιάσουμε το νήμα της ζωής μας από εκεί που το αφήσαμε πριν από ενάμιση χρόνο.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

 Ένα απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο "Ροδανθός", που αναφέρεται στην εθελοντική συμμετοχή των Δωδεκανήσιων στον πόλεμο του '40, δημοσίευσαν οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ  στο blog τους. 

Μπορείτε να διαβάσετε, φίλοι μου, το απόσπασμα στον παρακάτω "δεσμό".

https://blog.psichogios.gr/h-sofh-theodwridoy-afhgeitai-thn-ethelontikh-symmetoxh-twn-dwdekanhsiwn-ston-polemo-toy-40/








Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΡΟΔΑΝΘΟΣ

   Μια πρόσκληση από αγαπημένους φίλους να επισκεφθώ τη Ρόδο και η προσδοκία μιας ενδιαφέρουσας οικογενειακής ιστορίας, που αφορούσε το απώτερο παρελθόν, στάθηκε αιτία να γραφτεί ο "Ροδανθός".

Γνώριζα ελάχιστα για τα Δωδεκάνησα από προηγούμενη επίσκεψή μου στο νησί: ότι είχε κατακτηθεί στο παρελθόν από τους Ιωαννίτες ιππότες, από τους Οθωμανούς στη συνέχεια κι αργότερα απ’ τους Ιταλούς, στους οποίους οφείλονται και πολλά από τα μεγαλόπρεπα κτίσματα που κοσμούν τη Ρόδο, κυρίως, μα και άλλα νησιά. Αυτά ήταν όλα όσα γνώριζα, όπως πολλοί που δεν είμαστε ιστορικοί.

Δίστασα να αναλάβω την ευθύνη να αφηγηθώ μέσα απ’ την ιστορία των ηρώων μου τα βάσανα των Δωδεκανήσιων των τελευταίων δεκαετιών πριν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Από την άλλη με συνάρπαζε η ιδέα. Στο μεταξύ, όμως, η οικογενειακή ιστορία που μου είχαν αφηγηθεί είχε αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι της φαντασίας μου και να γεννά στο μυαλό μου τους ήρωες, μπλεγμένους όπως πάντα αξεδιάλυτα πλασματικούς και πραγματικούς. Ήταν λες κι είχαν αρχίσει να χορεύουν έναν παράξενο κι ενδιαφέροντα χορό, όπου υφαίνονταν αντάμα η Ιστορία με Ι κεφαλαίο κι η δική τους προσωπική ιστορία. Μια ιστορία που με ταξίδεψε από τη Σύμη των σφουγγαράδων την εποχή που τα σπογγαλιευτικά επέστρεφαν απ’ τη Μπαρμπαριά με τ’ αμπάρια τους φίσκα από σπόγγους, κουβαλώντας πλούτο στο νησί, στη Ρόδο. Έτσι θέλησα να το προσπαθήσω, μόλο που γνώριζα πως θα ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. Ομολογώ ότι δε θα το αποτολμούσα, αν δεν είχα βοήθεια «εκ των έσω», από τους Ρόδιους φίλους μου, οι οποίοι, πέρα απ’ το ότι στάθηκαν υπεύθυνοι για το «τσίγκλισμα» της φαντασίας μου, με ξενάγησαν στη Ρόδο και στη Σύμη και με βοήθησαν στη συλλογή του υλικού που χρειάστηκε να μελετήσω.

Πρώτη στον νου μου ξεπήδησε η Σμαράγδα. Αυτή θα ήταν ο συνδετικός ιστός σε μια ιστορία που αποδείχθηκε με το ολοκλήρωμα του βιβλίου ότι διήρκεσε σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια και διέτρεχε δύο αιώνες: το τελευταίο τέταρτο του 19ου και τα μισά σχεδόν του 20ού. Η ίδια, οι απόγονοί της κι όσοι κινούνταν γύρω τους με ταξίδεψαν απ’ την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη κι από κει στην τουρκοκρατούμενη  Ρόδο, η οποία στη συνέχεια θα κατακτιούνταν από τους Ιταλούς και θα υπέφερε, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, τα πάνδεινα απ’ τη φασιστική Ιταλία. Ακολούθησαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου οι Γερμανοί κι αργότερα οι Άγγλοι, ως τη στιγμή που έγινε πραγματικότητα ο πιο τρανός πόθος των Δωδεκανησίων, ο καημός με τον οποίο είχαν κλείσει τα μάτια γενιές και γενιές: η ένωση με τη μάνα τους.

Όσοι από εσάς θα αφεθείτε να παρασυρθείτε από τους ήρωές μου, θα έχετε συντροφιά σε τούτο το ταξίδι στη Ρόδο και στη Σύμη, στην Πόλη αλλά και στη Μασσαλία, στο Παρίσι και στη Λόντρα εκτός από τη Σμαράγδα, τον Μόσκοβο, έναν επιβλητικό γέροντα, τη γυναίκα του, την αρχοντική και αυταρχική Αστραδενή, τον γιο τους τον Μιχάλη, ψηλό και γεροδεμένο σαν τον αρχαίο γενάρχη των Συμαίων Γλαύκο, τον Γιοσίφ το «Αραπί», τον ωραίο Λεωνίδα με τον έντονο πατριωτισμό, την εύθραυστη Πέρσα που θα αποδειχθεί όμως δυνατός χαρακτήρας, τον ερωτύλο Τέλη που τον βαραίνει ένας αδιέξοδος έρωτας, τον τούρκο Χασάν και τον Εβραίο Ακίμ, τον Κιμπάρογλου τον δικηγόρο, τα εγγόνια της Σμαράγδας και άλλους πολλούς ήρωες. Εύχομαι να είναι ένα ενδιαφέρον και συναρπαστικό ταξίδι, όπως το ένιωσα κι εγώ στη διάρκεια της συγγραφής, και να το απολαύσετε το ίδιο με μένα. Όπως πάντα, η κρίση για το αν άξιζε τούτο το ταξίδι ανήκει σ’ εσάς, αγαπημένοι μου φίλοι.

Κυκλοφορεί στις 22 Οκτωβρίου.

 

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Εγκλεισμός

Βροντάει πίσω του την πόρτα του διαμερίσματος και ορμάει στις σκάλες. Το ασανσέρ είναι απαγορευμένο αυτό το διάστημα και παρά τον θυμό που τον έχει κυριεύσει του έχει γίνει σχεδόν δεύτερη φύση να λειτουργεί σύμφωνα με τις οδηγίες.
Στον δρόμο ο ήλιος τον τυφλώνει. Ζαρώνει τα μάτια για ν' αντέξει τη λάμψη του. Την έχει ξεσυνηθίσει μετά από δύο εβδομάδες εγκλεισμού. Αρχίζει να βαδίζει δίχως συγκεκριμένο προορισμό. Να φύγει, ν' απομακρυνθεί από το σπίτι, αυτό μόνο τον ενδιαφέρει. Μέσα του βράζει σαν κατσαρόλα σε δυνατή φωτιά. Δεν μπορεί ακόμα να πιστέψει ότι καυγάδισαν τόσο γερά, ότι αντάλλαξαν τέτοιες κουβέντες. 
Γύρω του η κίνηση είναι λιγοστή. Κάποια αυτοκίνητα μόνο και ελάχιστοι πεζοί, οι περισσότεροι απ' τους οποίους σέρνουν κάποιο σκύλο. 
«Τα χαρτιά σας, κύριε!» του ζητά μια αντρική φωνή ευγενικά.
Τότε μονάχα συνειδητοποιεί ότι μπροστά του στέκεται ένας αστυφύλακας. Βρίζει τον εαυτό του νοερά. Τι βλάκας! Μες στον θυμό του λησμόνησε να στείλει sms και να βάλει στην τσέπη την ταυτότητά του.
«Δεν έχω» απαντά μουδιασμένα κι αυθόρμητα αρχίζει να εξηγεί: «Έφυγα απ' το σπίτι βιαστικά. Αν έμενα λίγο ακόμα, δεν ξέρω τι θα της έκανα».
Τον κοιτάζει συμπονετικά. «Καταλαβαίνω. Αυτός ο εγκλεισμός και η υποχρεωτική συμβίωση δημιουργούν πολλά προβλήματα στα ζευγάρια.  Σκεφτείτε όμως ότι είστε καλά, ότι δεν κινδυνεύετε να χάσετε ο ένας τον άλλο σαν κάποιους ανθρώπους, που έχασαν ήδη τον σύντροφό τους», παρατηρεί ο τριαντάχρονος αστυφύλακας.
Το ενδεχόμενο τον κάνει να αισθανθεί έντονο ρίγος στη ραχοκοκαλιά του.
«Θα μου δώσετε τώρα την ταυτότητά σας;»
«Λυπάμαι. Ούτε ταυτότητα έχω».
«Τότε θα ήθελα, σας παρακαλώ, να μου πείτε το όνομά σας».
Του το λέει κι ο αστυφύλακας αρχίζει να γράφει την κλήση.
«Ώστε δε μου τη χαρίζετε, παρότι μόλις σας εξήγησα…» αρχίζει να του λέει, μα εκείνος συνεχίζει ατάραχος να γράφει το πρόστιμο. Μόλις ολοκληρώνει, κόβει το απόκομμα από το μπλοκάκι του και του το δίνει με τα γαντοφορεμένα χέρια του. «Δυστυχώς, εσείς ευθύνεστε γι’ αυτό. Βγήκατε έξω παραβιάζοντας τις οδηγίες. Καλή σας μέρα και... υπομονή".
Του σπάει ένα μικρό χαμόγελο και σταματά ένα διερχόμενο ζευγάρι.
Κοιτάζει σαν χαμένος το χαρτί που βαστά στα χέρια του. Εκατόν πενήντα ευρώ! Βλάκα! βρίζει ξανά τον εαυτό του. Εκατόν πενήντα ευρώ που δε σας περισσεύουν, ιδίως τώρα που ενδέχεται, όταν λήξει όλη αυτή η περιπέτεια, να είσαι άνεργος.
Ο θυμός του έχει ξεφουσκώσει τελείως. Με σκυφτό κεφάλι παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για το διαμέρισμα. Κι όλα αυτά για τι; Για μια ασήμαντη αφορμή, για κάτι τελείως επουσιώδες. Επειδή ο εγκλεισμός κι η ανασφάλεια τον βάρεσε στο κεφάλι. Γιατί αυτός το ξεκίνησε, το παραδέχεται τώρα.
Μπαίνει στο διαμέρισμα και τη βλέπει καθισμένη στον καναπέ. Διαβάζει. Τη ζηλεύει που μπορεί και βυθίζεται στο διάβασμα και ξεχνά όσα την απασχολούν μέσα από τα βιβλία της. Ίσως θα έπρεπε κι ο ίδιος τώρα που έχει χρόνο να ξαναρχίσει το διάβασμα. Θυμάται ξαφνικά πόσο του άρεσε να διαβάζει όταν ήταν έφηβος.
Σηκώνει το κεφάλι της και τον βλέπει. Το πρόσωπό της είναι χλομό, το βλέμμα της λυπημένο. Έρχεται και στέκεται αντίκρυ του.
«Συγνώμη» του λέει. «Δεν ήθελα να σου φωνάξω».
« Εγώ σου ζητώ συγνώμη. Εγώ το άρχισα», της απαντά μετανιωμένος.
Ρίχνεται στην αγκαλιά του. «Δε θέλω να μαλώνουμε», του λέει πνιχτά. «Είμαστε τόσο τυχεροί που έχουμε ο ένας τον άλλο και δεν είμαστε σ’ αυτή την περιπέτεια μόνοι σαν την κυρά Μαρία απέναντι, που συχνά χτυπά την πόρτα μας και πηγαίνει στέκεται στο κατώφλι της θέλοντας ν’ ανταλλάξει δύο κουβέντες μ’ έναν άνθρωπο ή τον κυρ Στέλιο στον επάνω όροφο».
«Είμαστε τυχεροί, συμφωνώ», παραδέχεται εκείνος εξίσου πνιχτά. Θυμάται τα λόγια του αστυφύλακα, ότι είναι τυχεροί που δεν τους χώρισε αυτή η λαίλαπα όπως άλλα ζευγάρια κι ανατριχιάζει ξανά στο ενδεχόμενο.
«Τι θα ’λεγες να μαγειρέψουμε και να πάμε στην κυρά Μαρία και στον κυρ Στέλιο λίγο φαγητό;» τον ρωτά και τα μάτια της λάμπουν. «Θα το αφήσουμε στο κατώφλι τους, θα χτυπήσουμε μετά το κουδούνι τους και θα τους εξηγήσουμε από απόσταση ότι εμείς το φέραμε».
«Έγινε!» δέχεται την πρότασή της με ενθουσιασμό.
«Έλα, βάλε την κατσαρόλα στη φωτιά και κόψε το κρεμμύδι. Θα φτιάξουμε ραγού με πιλάφι!» του λέει ενώ ανοιγοκλείνει ντουλάπια.
«Δεν ανοίγεις την τηλεόραση; Δεν ακούσαμε σήμερα ειδήσεις! Ας τις ακούσουμε όσο θα μαγειρεύουμε», της ζητά καθώς ψιλοκόβει το κρεμμύδι. «Βάλε μας κι από ένα ποτήρι λευκό κρασί. Στο ψυγείο το έχω!»
«Ωραία ιδέα!»
Ανοίγει την τηλεόραση και δουλεύουν για λίγο οι δυο τους αρμονικά ακούγοντας τις ειδήσεις και σιγοπίνοντας το κρασί τους. Σε μια στιγμή, στη σύνδεση με την Τουρκία, στην οποία έχουν αρχίσει να επιβάλλονται ήδη κάποιοι περιορισμοί, ένας γερο- Τούρκος, καθισμένος ανακούρκουδα σ’ ένα χαλάκι στον δρόμο, δέχεται την παρατήρηση του έλληνα δημοσιογράφου, που συγχρόνως μεταφράζει, ότι δεν πρέπει σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης να βρίσκεται έξω.
«Ντουρ ντουρ ντουρ ντρουρ! Με έπρηξε η γυναίκα μου με τη μουρμούρα της. Χίλιες φορές καλύτερα ο κορωνοϊός απ' αυτήν!» του απαντά εκείνος φυσώντας σκασμένος τον καπνό του τσιγάρου του.
Κοιτάζονται αναμεταξύ τους και ξεσπούν σε γέλια. «Δε συμφωνείς μ’ αυτό, αγάπη μου, έτσι δεν είναι;» τον ρωτά όταν σταματούν να γελούν.
«Όχι βέβαια», τη διαβεβαιώνει και σκύβει να της δώσει ένα φιλί που διαρκεί αρκετά και γίνεται αιτία να αρπάξει το κρεμμύδι στην κατσαρόλα.