Το καλοκαιράκι φεύγει πια, σβήνουν οι τελευταίες μέρες του γεμάτες ζέστη κι εμείς μένουμε με μια ακόμη ανάμνηση στην καρδιά. Πικρόγλυκη η γεύση του φέτος. θάλασσα, ήλιος και φεγγάρι, ανάμεικτα με μνημόνια, μεσοπρόθεσμα και αγωνία. Ωστόσο, μια ανάμνηση σίγουρα θα μείνει μέσα μου, να μου θυμίζει πως όσα φαίνονται σημαντικά για εμάς, είναι ασήμαντα για άλλους, που η ζωή τους κυλά μονίμως μέσα στη δυστυχία.
Λευκάδα, Νυδρί, πρώτη βραδιά των διακοπών. Όμορφη νύχτα, λίγο πιο ζεστή απ’ ό,τι θα θέλαμε, μα όμορφη. Το φεγγάρι αρμενίζει στον ουρανό, τ’ αστέρια λάμπουν, ενώ τα φώτα γύρω μας χλωμιάζουν τη λάμψη τους. Καθόμαστε σε μια ταβέρνα κατάμεστη κυρίως από ξένους τουρίστες, παρέα με ένα ζευγάρι φίλων. Συζητάμε τα τρέχοντα γεγονότα, την ανασφάλεια που κυριαρχεί στη ζωή μας, το μέλλον που διαφαίνεται δυσοίωνο. Μια παιδική φωνή διακόπτει την κουβέντα μας.
«Μου δίνεις ένα ευρώ;» Κοιτάζω το τσιγγανάκι που μου μιλάει. Ένα κοριτσάκι γύρω στα έξι.
«Γιατί ζητάς χρήματα απ’ τους ανθρώπους;» Τη ρωτάω. «Δε σου είπαν πως δεν είναι σωστό αυτό; Τι θα τα κάνεις;»
«Θα τα δώσω στη μάνα μου», μου λέει. «Εκείνη μου είπε…»
«Τι θα τα κάνει η μάνα σου; Θα σου αγοράσει φαγητό;»
«Όχι», μου απαντά με παιδική αφέλεια. «Εκείνη τα θέλει για τσιγάρα και καφέδες. Όλη μέρα καπνίζει τσιγάρα και πίνει καφέδες».
«Άκουσε να δεις», της μιλά ο άντρας μου παρεμβαίνοντας. «Θα κάνουμε μια συμφωνία. Χρήματα δε θα σου δώσουμε, αλλά αν πεινάς θα σου παραγγείλουμε κάτι να φας».
Τα μάτια της αστράφτουν. «Εντάξει!» συμφωνεί αμέσως.
«Τι θέλεις;» τη ρωτά. «Πίτα», του λέει με λαχτάρα.
«Εδώ δεν έχει πίτα με γύρο. Ταβέρνα είναι. Θέλεις ένα μπιφτέκι; Πήρα εγώ και είναι πολύ καλό».
«Εντάξει», του απαντά. «Να έχει και πατάτες…»
Πιάνουμε την κουβέντα μαζί του όσο περιμένουμε να ετοιμαστεί η παραγγελία. Οι ξένοι τουρίστες μάς κοιτάζουν με περιέργεια. Τους αγνοούμε. Μας εξηγεί πως έχει άλλα πέντε αδέρφια και δυο πολύ μεγάλα από άλλο γάμο του πατέρα της.
«Μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή», διευκρινίζει. Δε μοιάζει να ντρέπεται γι’ αυτό. Μάλλον το θεωρεί φυσιολογικό. «Κι έχει κι άλλες πέντε δίκες ακόμα. Γι’ αυτό θα μείνουμε λίγο καιρό στη Λευκάδα και στα Γιάννενα. Εγώ γεννήθηκα στη Ρόδο», λέει μετά και διακρίνω μια κάποια περηφάνια στα λόγια της. «Κι είχαμε κι ένα μωρό, αλλά έπεσε στο μπάνιο. Μας το έδειξε η μάνα. Ήταν μαύρο απ’ τους καφέδες και τα τσιγάρα της». Καταλαβαίνω πως εννοεί ότι η μάνα της απέβαλε. «Α, η μια αδερφή μου παντρεύτηκε», συνεχίζει. «Ήταν πολύ άσπρη και την αρπάξανε…»
«Τι εννοείς;» Κάνω πως δεν καταλαβαίνω. «Να, άσπρη, εδώ» λέει και σέρνει το μελαψό χεράκι της πάνω στο μάγουλό της.
«Πόσων χρόνων ήταν;» τη ρωτώ. «Δεκατρία», μου απαντά και σφίγγεται η καρδιά μου. Τι κόσμος είναι αυτός που θεωρεί τα δεκατρία καλή ηλικία για γάμο; Τη ρωτώ κατόπιν αν πηγαίνει σχολείο, αφού της εξηγώ πως είμαι δασκάλα.
«Όχι», λέει με μελαγχολία. «Θα ήθελες όμως;» την πιέζω. «Ναι», απαντά. «Θα μου άρεσε να μάθω να γράφω, να έτσι…» Κάνει πως γράφει πάνω στο χάρτινο τραπεζομάντιλο της ταβέρνας. «Αλλά ποτέ δε στεκόμαστε πολύ σε ένα μέρος…»
Το φαγητό έρχεται επιτέλους μέσα σε αλουμινένιο πιάτο. Ο εστιάτορας αρνείται να πάρει χρήματα γι’ αυτό. Σηκωνόμαστε να φύγουμε. Εκείνη το έχει πάρει με λαχτάρα και έχει καθίσει στο πεζούλι του πεζοδρομίου να το φάει. Ένα άλλο κοριτσάκι μεγαλύτερο που της μοιάζει την πλησιάζει και κάθεται σιμά της. Βλέπουμε τα δυο μελαχρινά κεφαλάκια το ένα δίπλα στο άλλο να σκύβουν πάνω στο φαγητό. Τι νοιάζονται αυτά για τα μνημόνια και όλα τα συναφή; Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος τους δεν τα εμπεριέχει. Στο νου μου έρχονται οι στίχοι του ποιητή:
Χειμώνας άγριος, μα η φωτιά καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.
Ριγώ παρόλο που είναι κατακαλόκαιρο. Γυρνάμε κι απομακρυνόμαστε αργά.