Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

 Ένα απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο "Ροδανθός", που αναφέρεται στην εθελοντική συμμετοχή των Δωδεκανήσιων στον πόλεμο του '40, δημοσίευσαν οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ  στο blog τους. 

Μπορείτε να διαβάσετε, φίλοι μου, το απόσπασμα στον παρακάτω "δεσμό".

https://blog.psichogios.gr/h-sofh-theodwridoy-afhgeitai-thn-ethelontikh-symmetoxh-twn-dwdekanhsiwn-ston-polemo-toy-40/








Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΡΟΔΑΝΘΟΣ

   Μια πρόσκληση από αγαπημένους φίλους να επισκεφθώ τη Ρόδο και η προσδοκία μιας ενδιαφέρουσας οικογενειακής ιστορίας, που αφορούσε το απώτερο παρελθόν, στάθηκε αιτία να γραφτεί ο "Ροδανθός".

Γνώριζα ελάχιστα για τα Δωδεκάνησα από προηγούμενη επίσκεψή μου στο νησί: ότι είχε κατακτηθεί στο παρελθόν από τους Ιωαννίτες ιππότες, από τους Οθωμανούς στη συνέχεια κι αργότερα απ’ τους Ιταλούς, στους οποίους οφείλονται και πολλά από τα μεγαλόπρεπα κτίσματα που κοσμούν τη Ρόδο, κυρίως, μα και άλλα νησιά. Αυτά ήταν όλα όσα γνώριζα, όπως πολλοί που δεν είμαστε ιστορικοί.

Δίστασα να αναλάβω την ευθύνη να αφηγηθώ μέσα απ’ την ιστορία των ηρώων μου τα βάσανα των Δωδεκανήσιων των τελευταίων δεκαετιών πριν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Από την άλλη με συνάρπαζε η ιδέα. Στο μεταξύ, όμως, η οικογενειακή ιστορία που μου είχαν αφηγηθεί είχε αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι της φαντασίας μου και να γεννά στο μυαλό μου τους ήρωες, μπλεγμένους όπως πάντα αξεδιάλυτα πλασματικούς και πραγματικούς. Ήταν λες κι είχαν αρχίσει να χορεύουν έναν παράξενο κι ενδιαφέροντα χορό, όπου υφαίνονταν αντάμα η Ιστορία με Ι κεφαλαίο κι η δική τους προσωπική ιστορία. Μια ιστορία που με ταξίδεψε από τη Σύμη των σφουγγαράδων την εποχή που τα σπογγαλιευτικά επέστρεφαν απ’ τη Μπαρμπαριά με τ’ αμπάρια τους φίσκα από σπόγγους, κουβαλώντας πλούτο στο νησί, στη Ρόδο. Έτσι θέλησα να το προσπαθήσω, μόλο που γνώριζα πως θα ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. Ομολογώ ότι δε θα το αποτολμούσα, αν δεν είχα βοήθεια «εκ των έσω», από τους Ρόδιους φίλους μου, οι οποίοι, πέρα απ’ το ότι στάθηκαν υπεύθυνοι για το «τσίγκλισμα» της φαντασίας μου, με ξενάγησαν στη Ρόδο και στη Σύμη και με βοήθησαν στη συλλογή του υλικού που χρειάστηκε να μελετήσω.

Πρώτη στον νου μου ξεπήδησε η Σμαράγδα. Αυτή θα ήταν ο συνδετικός ιστός σε μια ιστορία που αποδείχθηκε με το ολοκλήρωμα του βιβλίου ότι διήρκεσε σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια και διέτρεχε δύο αιώνες: το τελευταίο τέταρτο του 19ου και τα μισά σχεδόν του 20ού. Η ίδια, οι απόγονοί της κι όσοι κινούνταν γύρω τους με ταξίδεψαν απ’ την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη κι από κει στην τουρκοκρατούμενη  Ρόδο, η οποία στη συνέχεια θα κατακτιούνταν από τους Ιταλούς και θα υπέφερε, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, τα πάνδεινα απ’ τη φασιστική Ιταλία. Ακολούθησαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου οι Γερμανοί κι αργότερα οι Άγγλοι, ως τη στιγμή που έγινε πραγματικότητα ο πιο τρανός πόθος των Δωδεκανησίων, ο καημός με τον οποίο είχαν κλείσει τα μάτια γενιές και γενιές: η ένωση με τη μάνα τους.

Όσοι από εσάς θα αφεθείτε να παρασυρθείτε από τους ήρωές μου, θα έχετε συντροφιά σε τούτο το ταξίδι στη Ρόδο και στη Σύμη, στην Πόλη αλλά και στη Μασσαλία, στο Παρίσι και στη Λόντρα εκτός από τη Σμαράγδα, τον Μόσκοβο, έναν επιβλητικό γέροντα, τη γυναίκα του, την αρχοντική και αυταρχική Αστραδενή, τον γιο τους τον Μιχάλη, ψηλό και γεροδεμένο σαν τον αρχαίο γενάρχη των Συμαίων Γλαύκο, τον Γιοσίφ το «Αραπί», τον ωραίο Λεωνίδα με τον έντονο πατριωτισμό, την εύθραυστη Πέρσα που θα αποδειχθεί όμως δυνατός χαρακτήρας, τον ερωτύλο Τέλη που τον βαραίνει ένας αδιέξοδος έρωτας, τον τούρκο Χασάν και τον Εβραίο Ακίμ, τον Κιμπάρογλου τον δικηγόρο, τα εγγόνια της Σμαράγδας και άλλους πολλούς ήρωες. Εύχομαι να είναι ένα ενδιαφέρον και συναρπαστικό ταξίδι, όπως το ένιωσα κι εγώ στη διάρκεια της συγγραφής, και να το απολαύσετε το ίδιο με μένα. Όπως πάντα, η κρίση για το αν άξιζε τούτο το ταξίδι ανήκει σ’ εσάς, αγαπημένοι μου φίλοι.

Κυκλοφορεί στις 22 Οκτωβρίου.

 

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Εγκλεισμός

Βροντάει πίσω του την πόρτα του διαμερίσματος και ορμάει στις σκάλες. Το ασανσέρ είναι απαγορευμένο αυτό το διάστημα και παρά τον θυμό που τον έχει κυριεύσει του έχει γίνει σχεδόν δεύτερη φύση να λειτουργεί σύμφωνα με τις οδηγίες.
Στον δρόμο ο ήλιος τον τυφλώνει. Ζαρώνει τα μάτια για ν' αντέξει τη λάμψη του. Την έχει ξεσυνηθίσει μετά από δύο εβδομάδες εγκλεισμού. Αρχίζει να βαδίζει δίχως συγκεκριμένο προορισμό. Να φύγει, ν' απομακρυνθεί από το σπίτι, αυτό μόνο τον ενδιαφέρει. Μέσα του βράζει σαν κατσαρόλα σε δυνατή φωτιά. Δεν μπορεί ακόμα να πιστέψει ότι καυγάδισαν τόσο γερά, ότι αντάλλαξαν τέτοιες κουβέντες. 
Γύρω του η κίνηση είναι λιγοστή. Κάποια αυτοκίνητα μόνο και ελάχιστοι πεζοί, οι περισσότεροι απ' τους οποίους σέρνουν κάποιο σκύλο. 
«Τα χαρτιά σας, κύριε!» του ζητά μια αντρική φωνή ευγενικά.
Τότε μονάχα συνειδητοποιεί ότι μπροστά του στέκεται ένας αστυφύλακας. Βρίζει τον εαυτό του νοερά. Τι βλάκας! Μες στον θυμό του λησμόνησε να στείλει sms και να βάλει στην τσέπη την ταυτότητά του.
«Δεν έχω» απαντά μουδιασμένα κι αυθόρμητα αρχίζει να εξηγεί: «Έφυγα απ' το σπίτι βιαστικά. Αν έμενα λίγο ακόμα, δεν ξέρω τι θα της έκανα».
Τον κοιτάζει συμπονετικά. «Καταλαβαίνω. Αυτός ο εγκλεισμός και η υποχρεωτική συμβίωση δημιουργούν πολλά προβλήματα στα ζευγάρια.  Σκεφτείτε όμως ότι είστε καλά, ότι δεν κινδυνεύετε να χάσετε ο ένας τον άλλο σαν κάποιους ανθρώπους, που έχασαν ήδη τον σύντροφό τους», παρατηρεί ο τριαντάχρονος αστυφύλακας.
Το ενδεχόμενο τον κάνει να αισθανθεί έντονο ρίγος στη ραχοκοκαλιά του.
«Θα μου δώσετε τώρα την ταυτότητά σας;»
«Λυπάμαι. Ούτε ταυτότητα έχω».
«Τότε θα ήθελα, σας παρακαλώ, να μου πείτε το όνομά σας».
Του το λέει κι ο αστυφύλακας αρχίζει να γράφει την κλήση.
«Ώστε δε μου τη χαρίζετε, παρότι μόλις σας εξήγησα…» αρχίζει να του λέει, μα εκείνος συνεχίζει ατάραχος να γράφει το πρόστιμο. Μόλις ολοκληρώνει, κόβει το απόκομμα από το μπλοκάκι του και του το δίνει με τα γαντοφορεμένα χέρια του. «Δυστυχώς, εσείς ευθύνεστε γι’ αυτό. Βγήκατε έξω παραβιάζοντας τις οδηγίες. Καλή σας μέρα και... υπομονή".
Του σπάει ένα μικρό χαμόγελο και σταματά ένα διερχόμενο ζευγάρι.
Κοιτάζει σαν χαμένος το χαρτί που βαστά στα χέρια του. Εκατόν πενήντα ευρώ! Βλάκα! βρίζει ξανά τον εαυτό του. Εκατόν πενήντα ευρώ που δε σας περισσεύουν, ιδίως τώρα που ενδέχεται, όταν λήξει όλη αυτή η περιπέτεια, να είσαι άνεργος.
Ο θυμός του έχει ξεφουσκώσει τελείως. Με σκυφτό κεφάλι παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για το διαμέρισμα. Κι όλα αυτά για τι; Για μια ασήμαντη αφορμή, για κάτι τελείως επουσιώδες. Επειδή ο εγκλεισμός κι η ανασφάλεια τον βάρεσε στο κεφάλι. Γιατί αυτός το ξεκίνησε, το παραδέχεται τώρα.
Μπαίνει στο διαμέρισμα και τη βλέπει καθισμένη στον καναπέ. Διαβάζει. Τη ζηλεύει που μπορεί και βυθίζεται στο διάβασμα και ξεχνά όσα την απασχολούν μέσα από τα βιβλία της. Ίσως θα έπρεπε κι ο ίδιος τώρα που έχει χρόνο να ξαναρχίσει το διάβασμα. Θυμάται ξαφνικά πόσο του άρεσε να διαβάζει όταν ήταν έφηβος.
Σηκώνει το κεφάλι της και τον βλέπει. Το πρόσωπό της είναι χλομό, το βλέμμα της λυπημένο. Έρχεται και στέκεται αντίκρυ του.
«Συγνώμη» του λέει. «Δεν ήθελα να σου φωνάξω».
« Εγώ σου ζητώ συγνώμη. Εγώ το άρχισα», της απαντά μετανιωμένος.
Ρίχνεται στην αγκαλιά του. «Δε θέλω να μαλώνουμε», του λέει πνιχτά. «Είμαστε τόσο τυχεροί που έχουμε ο ένας τον άλλο και δεν είμαστε σ’ αυτή την περιπέτεια μόνοι σαν την κυρά Μαρία απέναντι, που συχνά χτυπά την πόρτα μας και πηγαίνει στέκεται στο κατώφλι της θέλοντας ν’ ανταλλάξει δύο κουβέντες μ’ έναν άνθρωπο ή τον κυρ Στέλιο στον επάνω όροφο».
«Είμαστε τυχεροί, συμφωνώ», παραδέχεται εκείνος εξίσου πνιχτά. Θυμάται τα λόγια του αστυφύλακα, ότι είναι τυχεροί που δεν τους χώρισε αυτή η λαίλαπα όπως άλλα ζευγάρια κι ανατριχιάζει ξανά στο ενδεχόμενο.
«Τι θα ’λεγες να μαγειρέψουμε και να πάμε στην κυρά Μαρία και στον κυρ Στέλιο λίγο φαγητό;» τον ρωτά και τα μάτια της λάμπουν. «Θα το αφήσουμε στο κατώφλι τους, θα χτυπήσουμε μετά το κουδούνι τους και θα τους εξηγήσουμε από απόσταση ότι εμείς το φέραμε».
«Έγινε!» δέχεται την πρότασή της με ενθουσιασμό.
«Έλα, βάλε την κατσαρόλα στη φωτιά και κόψε το κρεμμύδι. Θα φτιάξουμε ραγού με πιλάφι!» του λέει ενώ ανοιγοκλείνει ντουλάπια.
«Δεν ανοίγεις την τηλεόραση; Δεν ακούσαμε σήμερα ειδήσεις! Ας τις ακούσουμε όσο θα μαγειρεύουμε», της ζητά καθώς ψιλοκόβει το κρεμμύδι. «Βάλε μας κι από ένα ποτήρι λευκό κρασί. Στο ψυγείο το έχω!»
«Ωραία ιδέα!»
Ανοίγει την τηλεόραση και δουλεύουν για λίγο οι δυο τους αρμονικά ακούγοντας τις ειδήσεις και σιγοπίνοντας το κρασί τους. Σε μια στιγμή, στη σύνδεση με την Τουρκία, στην οποία έχουν αρχίσει να επιβάλλονται ήδη κάποιοι περιορισμοί, ένας γερο- Τούρκος, καθισμένος ανακούρκουδα σ’ ένα χαλάκι στον δρόμο, δέχεται την παρατήρηση του έλληνα δημοσιογράφου, που συγχρόνως μεταφράζει, ότι δεν πρέπει σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης να βρίσκεται έξω.
«Ντουρ ντουρ ντουρ ντρουρ! Με έπρηξε η γυναίκα μου με τη μουρμούρα της. Χίλιες φορές καλύτερα ο κορωνοϊός απ' αυτήν!» του απαντά εκείνος φυσώντας σκασμένος τον καπνό του τσιγάρου του.
Κοιτάζονται αναμεταξύ τους και ξεσπούν σε γέλια. «Δε συμφωνείς μ’ αυτό, αγάπη μου, έτσι δεν είναι;» τον ρωτά όταν σταματούν να γελούν.
«Όχι βέβαια», τη διαβεβαιώνει και σκύβει να της δώσει ένα φιλί που διαρκεί αρκετά και γίνεται αιτία να αρπάξει το κρεμμύδι στην κατσαρόλα.




Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΠΙΤΙ


Είμαι στο σπίτι κλεισμένη. Ακούω απ’ έξω τη βροχή να ραμφίζει σαν πουλί το τζάμι και σπεύδω στο παράθυρο. Ακουμπώ το μέτωπο στο τζάμι και κοιτώ έξω. Στέκομαι εκεί για ώρα, στέκομαι ώσπου παύει η βροχή κι ο άνεμος αρχίζει να σκορπά τα μουσκεμένα πέταλα της ανθισμένης κορομηλιάς στον κήπο. Για πόσο ακόμη θα είμαστε όλοι αναγκασμένοι να υποστούμε τούτον τον εγκλεισμό; αναρωτιέμαι κι ευθύς ο εαυτός μου με μαλώνει.
Μα τι, κι εσύ αντιδράς; μου λέει αυστηρά. Τι είναι λίγες βδομάδες εγκλεισμού ή και μηνών αν χρειαστεί, για να προστατέψουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε και τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού; Δεν είναι ώρα να μεμψιμοιρούμε, είναι ώρα του καθενός από εμάς να επιδείξει ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Γιατί έστω κι αν κάποιος πιστεύει πως δεν κινδυνεύει ο ίδιος από τον ιό, μπορεί λόγω της ανευθυνότητας που επιδεικνύει να βάλει σε κίνδυνο κάποιους από τους αγαπημένους του.
Αντιλαμβάνομαι αμέσως το δίκιο της φωνής της λογικής. Επιβάλλεται όντως να μείνουμε σπίτι όσο χρειαστεί, ν’ ακούσουμε τους ειδικούς, να υπακούσουμε στις συμβουλές τους. Ας θυμηθούμε όλοι, επομένως, πόσο όμορφο είναι να μένεις σπίτι, να χαίρεσαι τη συντροφιά των αγαπημένων σου. Αν έχουμε μικρά παιδιά, είναι ευκαιρία να ασχοληθούμε μαζί τους, να διαβάσουμε τα αγαπημένα τους βιβλία, να παίξουμε συντροφιά διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια και γενικώς να αναπληρώσουμε τον χρόνο που η καθημερινότητα μας υποχρέωνε να τους στερούμε. Αλλά κι εμείς οι ενήλικες έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε όλα τα βιβλία που από καιρό επιθυμούσαμε, μα δικαιολογούμασταν στον εαυτό μας ότι δεν είχαμε χρόνο, να δούμε τις ταινίες που μας ενδιαφέρουν, να φροντίσουμε το σπίτι μας όπως δε μας επέτρεπε η καθημερινή μας εργασία, να κάνουμε μια βόλτα με τον σύντροφό μας ή και τα κατοικίδιά μας, αν έχουμε, πάντοτε μακριά από τον συνωστισμό και άλλα πολλά. Ας μην ξεχάσουμε, τέλος, να κάνουμε ένα τηλέφωνο στους γνωστούς μας που βρίσκονται σε μεγάλη ηλικία και είναι μόνοι. Δυο λόγια παρηγοριάς είναι μια σημαντική επαφή γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
Σημασία έχει να βγούμε νικητές από αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο. Και νικητές θα βγούμε μένοντας σπίτι και όχι επιδεικνύοντας ανευθυνότητα, ανωριμότητα και αναλγησία απέναντι στον συνάνθρωπό μας και στον ίδιο τον εαυτό μας.

Το παραπάνω κείμενο αναρτήθηκε και στις Εκδόσεις Ψυχογιός στον "δεσμό"

Ακόμη, όσοι από εσάς, φίλοι μου, διαθέτετε fb, μπορείτε να συνδεθείτε με τις Εκδόσεις Ψυχογιός προκειμένου να διαβάσετε κείμενα και άλλων συγγραφέων με θέμα "Μένουμε σπίτι".