Πριν λίγες μέρες έγιναν και πάλι στον Εξαπλάτανο του νομού Πέλλας τα Λουντέμεια, οι εκδηλώσεις προς τιμή του μεγάλου λογοτέχνη μας Μενέλαου Λουντέμη. Έχουν καθιερωθεί και γίνονται κάθε χρόνο περίπου τέτοια εποχή από το 1983, όταν τις πρωτοξεκίνησε ο νεοσύστατος τότε μορφωτικός σύλλογος που πήρε και τ’ όνομά του.
Θα μου συγχωρήσετε μια αδυναμία στον μεγάλο αυτό λογοτέχνη, αφού κατάγομαι από την περιοχή όπου έζησε παιδί, όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά του μετά τη μικρασιατική καταστροφή, κι αφού τελείωσα το Λύκειο Εξαπλατάνου «Μενέλαος Λουντέμης» που φέρει το όνομά του. Και, φυσικά, όπως πολλοί άλλοι, είμαι θαυμάστρια του έργου που μας άφησε και που ακόμα διαβάζεται από πολλούς συμπολίτες μας και συγκινεί.
Γροθιά στο στομάχι μού δίνει κάθε φορά η εικόνα της κατάντιας του σπιτιού του, που βρίσκεται λίγο μακρύτερα απ’ την πλατεία του Εξαπλατάνου. Ένα σπίτι που κρίθηκε πανηγυρικά διατηρητέο από το υπουργείο πολιτισμού, όταν υπουργός ήταν η Μελίνα Μερκούρη. Μπήκε και η σχετική μαρμάρινη επιγραφή – ίσως τη διακρίνετε στη φωτογραφία – κι ύστερα ακολούθησαν χρόνια πολλά για να μείνει μονάχα στα χαρτιά η απόφαση εκείνη. Γιατί, όπως βλέπετε κι εσείς στη σχετική φωτογραφία που τράβηξα, όχι διατηρητέο δεν είναι πια μα έχει καταστεί κι επικίνδυνο για τους περαστικούς. Γκρεμισμένο, γεμάτο συνθήματα και … τι παράξενο! Με κουκούλα! Αλήθεια, ποιος νόμος είναι αυτός που λέει πως απαγορεύονται οι κουκουλοφόροι; Εδώ το ίδιο το κράτος έχει φορέσει κουκούλα στα μνημεία που έκρινε πως αξίζει τον κόπο να διατηρηθούν για τις επόμενες γενιές.
Πέρασαν χρόνια πολλά από κείνη τη χρονιά. Έγιναν πολλές προσπάθειες από ανθρώπους του πνεύματος της περιοχής να υλοποιηθεί αυτή η απόφαση και να γίνει επιτέλους το σπίτι του μεγάλου αυτού λογοτέχνη διατηρητέο. Οι κοινότητες έγιναν δήμοι, ο Καποδίστριας ήλθε και παρέρχεται εκτοπισμένος απ’ τον Καλλικράτη, κυβερνήσεις, κόμματα και υπουργοί άλλαξαν, μα τίποτα διαφορετικό δεν έγινε. Υπήρχαν πάντα χρήματα για πανηγύρια, για σπατάλες κι αλόγιστες επιλογές, για να γεμίζουν οι τσέπες των επιτηδείων, όμως δε βρέθηκε ποτέ η βούληση να υπάρξουν τα κονδύλια για να διασωθεί το σπίτι ενός ανθρώπου των γραμμάτων – κι όχι οποιουδήποτε. Ενός πολυγραφότατου λογοτέχνη, ενός ανθρώπου που η πατρίδα του τον πλήγωσε, αφού τον ανάγκασε να ζήσει εξόριστος για πάρα πολλά χρόνια. Και τώρα τον πληγώνει για άλλη μια φορά, μα ευτυχώς δε ζει για να το διαπιστώσει.
Τελειώνοντας θα ήθελα να παραφράσω τους στίχους του ποιητή Γιώργου Σεφέρη:
«Όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», έγραψε. Κι εμένα, όπου κι αν στρέψω το βλέμμα μου, η πατρίδα μου με πληγώνει…