Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Εγκλεισμός

Βροντάει πίσω του την πόρτα του διαμερίσματος και ορμάει στις σκάλες. Το ασανσέρ είναι απαγορευμένο αυτό το διάστημα και παρά τον θυμό που τον έχει κυριεύσει του έχει γίνει σχεδόν δεύτερη φύση να λειτουργεί σύμφωνα με τις οδηγίες.
Στον δρόμο ο ήλιος τον τυφλώνει. Ζαρώνει τα μάτια για ν' αντέξει τη λάμψη του. Την έχει ξεσυνηθίσει μετά από δύο εβδομάδες εγκλεισμού. Αρχίζει να βαδίζει δίχως συγκεκριμένο προορισμό. Να φύγει, ν' απομακρυνθεί από το σπίτι, αυτό μόνο τον ενδιαφέρει. Μέσα του βράζει σαν κατσαρόλα σε δυνατή φωτιά. Δεν μπορεί ακόμα να πιστέψει ότι καυγάδισαν τόσο γερά, ότι αντάλλαξαν τέτοιες κουβέντες. 
Γύρω του η κίνηση είναι λιγοστή. Κάποια αυτοκίνητα μόνο και ελάχιστοι πεζοί, οι περισσότεροι απ' τους οποίους σέρνουν κάποιο σκύλο. 
«Τα χαρτιά σας, κύριε!» του ζητά μια αντρική φωνή ευγενικά.
Τότε μονάχα συνειδητοποιεί ότι μπροστά του στέκεται ένας αστυφύλακας. Βρίζει τον εαυτό του νοερά. Τι βλάκας! Μες στον θυμό του λησμόνησε να στείλει sms και να βάλει στην τσέπη την ταυτότητά του.
«Δεν έχω» απαντά μουδιασμένα κι αυθόρμητα αρχίζει να εξηγεί: «Έφυγα απ' το σπίτι βιαστικά. Αν έμενα λίγο ακόμα, δεν ξέρω τι θα της έκανα».
Τον κοιτάζει συμπονετικά. «Καταλαβαίνω. Αυτός ο εγκλεισμός και η υποχρεωτική συμβίωση δημιουργούν πολλά προβλήματα στα ζευγάρια.  Σκεφτείτε όμως ότι είστε καλά, ότι δεν κινδυνεύετε να χάσετε ο ένας τον άλλο σαν κάποιους ανθρώπους, που έχασαν ήδη τον σύντροφό τους», παρατηρεί ο τριαντάχρονος αστυφύλακας.
Το ενδεχόμενο τον κάνει να αισθανθεί έντονο ρίγος στη ραχοκοκαλιά του.
«Θα μου δώσετε τώρα την ταυτότητά σας;»
«Λυπάμαι. Ούτε ταυτότητα έχω».
«Τότε θα ήθελα, σας παρακαλώ, να μου πείτε το όνομά σας».
Του το λέει κι ο αστυφύλακας αρχίζει να γράφει την κλήση.
«Ώστε δε μου τη χαρίζετε, παρότι μόλις σας εξήγησα…» αρχίζει να του λέει, μα εκείνος συνεχίζει ατάραχος να γράφει το πρόστιμο. Μόλις ολοκληρώνει, κόβει το απόκομμα από το μπλοκάκι του και του το δίνει με τα γαντοφορεμένα χέρια του. «Δυστυχώς, εσείς ευθύνεστε γι’ αυτό. Βγήκατε έξω παραβιάζοντας τις οδηγίες. Καλή σας μέρα και... υπομονή".
Του σπάει ένα μικρό χαμόγελο και σταματά ένα διερχόμενο ζευγάρι.
Κοιτάζει σαν χαμένος το χαρτί που βαστά στα χέρια του. Εκατόν πενήντα ευρώ! Βλάκα! βρίζει ξανά τον εαυτό του. Εκατόν πενήντα ευρώ που δε σας περισσεύουν, ιδίως τώρα που ενδέχεται, όταν λήξει όλη αυτή η περιπέτεια, να είσαι άνεργος.
Ο θυμός του έχει ξεφουσκώσει τελείως. Με σκυφτό κεφάλι παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για το διαμέρισμα. Κι όλα αυτά για τι; Για μια ασήμαντη αφορμή, για κάτι τελείως επουσιώδες. Επειδή ο εγκλεισμός κι η ανασφάλεια τον βάρεσε στο κεφάλι. Γιατί αυτός το ξεκίνησε, το παραδέχεται τώρα.
Μπαίνει στο διαμέρισμα και τη βλέπει καθισμένη στον καναπέ. Διαβάζει. Τη ζηλεύει που μπορεί και βυθίζεται στο διάβασμα και ξεχνά όσα την απασχολούν μέσα από τα βιβλία της. Ίσως θα έπρεπε κι ο ίδιος τώρα που έχει χρόνο να ξαναρχίσει το διάβασμα. Θυμάται ξαφνικά πόσο του άρεσε να διαβάζει όταν ήταν έφηβος.
Σηκώνει το κεφάλι της και τον βλέπει. Το πρόσωπό της είναι χλομό, το βλέμμα της λυπημένο. Έρχεται και στέκεται αντίκρυ του.
«Συγνώμη» του λέει. «Δεν ήθελα να σου φωνάξω».
« Εγώ σου ζητώ συγνώμη. Εγώ το άρχισα», της απαντά μετανιωμένος.
Ρίχνεται στην αγκαλιά του. «Δε θέλω να μαλώνουμε», του λέει πνιχτά. «Είμαστε τόσο τυχεροί που έχουμε ο ένας τον άλλο και δεν είμαστε σ’ αυτή την περιπέτεια μόνοι σαν την κυρά Μαρία απέναντι, που συχνά χτυπά την πόρτα μας και πηγαίνει στέκεται στο κατώφλι της θέλοντας ν’ ανταλλάξει δύο κουβέντες μ’ έναν άνθρωπο ή τον κυρ Στέλιο στον επάνω όροφο».
«Είμαστε τυχεροί, συμφωνώ», παραδέχεται εκείνος εξίσου πνιχτά. Θυμάται τα λόγια του αστυφύλακα, ότι είναι τυχεροί που δεν τους χώρισε αυτή η λαίλαπα όπως άλλα ζευγάρια κι ανατριχιάζει ξανά στο ενδεχόμενο.
«Τι θα ’λεγες να μαγειρέψουμε και να πάμε στην κυρά Μαρία και στον κυρ Στέλιο λίγο φαγητό;» τον ρωτά και τα μάτια της λάμπουν. «Θα το αφήσουμε στο κατώφλι τους, θα χτυπήσουμε μετά το κουδούνι τους και θα τους εξηγήσουμε από απόσταση ότι εμείς το φέραμε».
«Έγινε!» δέχεται την πρότασή της με ενθουσιασμό.
«Έλα, βάλε την κατσαρόλα στη φωτιά και κόψε το κρεμμύδι. Θα φτιάξουμε ραγού με πιλάφι!» του λέει ενώ ανοιγοκλείνει ντουλάπια.
«Δεν ανοίγεις την τηλεόραση; Δεν ακούσαμε σήμερα ειδήσεις! Ας τις ακούσουμε όσο θα μαγειρεύουμε», της ζητά καθώς ψιλοκόβει το κρεμμύδι. «Βάλε μας κι από ένα ποτήρι λευκό κρασί. Στο ψυγείο το έχω!»
«Ωραία ιδέα!»
Ανοίγει την τηλεόραση και δουλεύουν για λίγο οι δυο τους αρμονικά ακούγοντας τις ειδήσεις και σιγοπίνοντας το κρασί τους. Σε μια στιγμή, στη σύνδεση με την Τουρκία, στην οποία έχουν αρχίσει να επιβάλλονται ήδη κάποιοι περιορισμοί, ένας γερο- Τούρκος, καθισμένος ανακούρκουδα σ’ ένα χαλάκι στον δρόμο, δέχεται την παρατήρηση του έλληνα δημοσιογράφου, που συγχρόνως μεταφράζει, ότι δεν πρέπει σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης να βρίσκεται έξω.
«Ντουρ ντουρ ντουρ ντρουρ! Με έπρηξε η γυναίκα μου με τη μουρμούρα της. Χίλιες φορές καλύτερα ο κορωνοϊός απ' αυτήν!» του απαντά εκείνος φυσώντας σκασμένος τον καπνό του τσιγάρου του.
Κοιτάζονται αναμεταξύ τους και ξεσπούν σε γέλια. «Δε συμφωνείς μ’ αυτό, αγάπη μου, έτσι δεν είναι;» τον ρωτά όταν σταματούν να γελούν.
«Όχι βέβαια», τη διαβεβαιώνει και σκύβει να της δώσει ένα φιλί που διαρκεί αρκετά και γίνεται αιτία να αρπάξει το κρεμμύδι στην κατσαρόλα.