Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Μια πόλη αλλάζει, μια χώρα αλλάζει...

Φθινοπωρινό απόγευμα στη Θεσσαλονίκη, την αγαπημένη πόλη των παιδικών και φοιτητικών μου χρόνων, τη δεύτερη ιδιαίτερη πατρίδα μου. Παρκάρω το αυτοκίνητο και τα βήματά μου με οδηγούν στα παλιά φοιτητικά λημέρια. Πρώτη βροχή μετά από καιρό ανομβρίας και μόλις έχει σταματήσει. Οι τελευταίες σταγόνες της λάμπουν σαν μικρά διαμαντάκια σε κάποια πεισματάρικα, πράσινα ακόμη, φύλλα και φυλλωσιές θάμνων του πάρκου απέναντι από το Αριστοτέλειο. Με αιφνιδιάζει η εικόνα των μουσκεμένων στρωμάτων επάνω στα παγκάκια, που υποδηλώνει την ύπαρξη αστέγων, που βρίσκουν καταφύγιο εκεί, μια εικόνα που δεν είχα αντικρίσει ποτέ στο παρελθόν. Η «προίκα» τους στοιβαγμένη τακτικά στην άκρη, θλιβερή απόδειξη της ανεπάρκειας του κοινωνικού μας κράτους. Στα σκαλοπάτια της εκκλησίας παραδίπλα, στην «Παναγία Δέξια», κάποιοι φτωχοντυμένοι, αφρόντιστοι άνθρωποι- οι «ιδιοκτήτες» πιθανότατα των στρωμάτων-, προσπαθούν να πουλήσουν κεριά σε διερχόμενους πιστούς. Ένας νεαρός «στολίζει» με φαρμακερά λόγια μια κυρία που αγνοεί την προσφορά του. Θυμός και απελπισία σφραγίζουν την έκφραση στη μορφή του. Οι διαβάτες προσπερνούν δίχως να σηκώσουν το βλέμμα, επιδιώκοντας έτσι να προσπεράσουν την ίδια την πραγματικότητα. Πλησιάζω και αγοράσω ένα κερί. Οι ευχαριστίες του με αφήνουν αμήχανη. Τρέχω να το ανάψω, μα δεν ξέρω πια πώς και σε τι να προσευχηθώ. Παρακάτω, δίπλα σχεδόν στην Καμάρα, μια γυναίκα ρακένδυτη ψάχνει εναγωνίως τα σκουπίδια. Αντικρίζω τη σκηνή σοκαρισμένη. χρόνια πολλά περνοδιάβαινα σ’ αυτούς τους δρόμους, και μάλιστα σε εποχές που η χώρα μας ήταν πολύ φτωχότερη απ’ τη σημερινή Ελλάδα, και δεν είχα συναντήσει κάτι παρόμοιο. Αποφασίζω να σταθώ για έναν καφέ στην Αριστοτέλους. Ο ήλιος, ξεπλυμένος απ’ τη βροχή, αφήνει τις τελευταίες αχτίδες του να βυθιστούν στο βάθος του ορίζοντα. Η υγρασία κι η μουντάδα αγκαλιάζουν ασφυκτικά την κατάμεστη πλατεία. Κόσμος περνοδιαβαίνει βιαστικός, άλλοι απολαμβάνουν το απογευματινό καφεδάκι συζητώντας, κάποιοι λίγοι έχουν ακόμη το κουράγιο και γελούν αμέριμνα. Ο καφές έρχεται και πίνω λίγες γουλιές, που φαρμακώνουν το λαιμό μου. Από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο θαρρείς και κυλούν μπροστά μου όλες οι φυλές της γης, προσπαθώντας κάτι να πουλήσουν ή ζητιανεύοντας, μικρά ρακένδυτα παιδιά πλησιάζουν με χέρι απλωμένο και πρόσωπο αγέλαστο, γέροντες πουλούν λαχεία και μαζί μια ψευδαίσθηση πως κάπου σε περιμένει ένα καλύτερο μέλλον. Ένας ηλικιωμένος κύριος, ντυμένος στα απλά ρούχα του αγρότη, απλώνει μπροστά μου μικρά σακουλάκια γεμάτα άγρια ρίγανη από τον Όλυμπο. Η έντονη μυρουδιά της με παρακινεί να αγοράσω αρκετά, ευελπιστώντας πως ίσως έτσι καταφέρω να αντιμετωπίσω την οσμή της φτώχιας και της δυστυχίας που κατακλύζουν την όμορφη πλατεία. Έχει νυχτώσει πια και σηκώνομαι. Τελικά ο καφές της νοσταλγίας μού έχει αφήσει και έντονη στιφάδα στα χείλη. Επιστρέφω μέσω της Εγνατίας στα πανεπιστήμια, όπου με περιμένει το αμάξι μου. Η γειτονιά των φοιτητικών μου χρόνων σφίγγει την ψυχή μου. Τα μαγαζιά εγκαταλειμμένα, άδεια τα περισσότερα, αναζητούν εναγωνίως ενοικιαστή. Οι σβηστές βιτρίνες μαυρίζουν το δρόμο, επιτείνοντας την αίσθηση της ερημιάς και της εγκατάλειψης. Το βιβλιοπωλείο απ’ όπου ψώνιζα είναι γεμάτο αφίσες ξεφτισμένες, κλειστό κι αυτό. Τα σκουπίδια γεμίζουν τις γωνιές των άδειων μαγαζιών, η πόλη δίνει την αίσθηση μιας πόλης σε απόγνωση. Η περιφερειακή οδός έχει ευτυχώς κίνηση, διαφορετικά το ίδιο σκότος θα επικρατούσε κι εκεί. Λάμπες που έχουν καεί από μήνες μένουν αναντικατάστατες, διαχωριστικές γραμμές που έχουν σβήσει οι ρόδες και η κίνηση μόλις που αχνοφαίνονται, να σου θυμίζουν την πορεία σου. Μια λακκούβα που έχει ξεφυτρώσει ξαφνικά με τραντάζει, υπενθυμίζοντάς μου ότι πια η Ελλάδα είναι ίδια παντού, αφού και στον γενέθλιο τόπο μου οι λάκκες πληθαίνουν σαν κρατήρες ηφαιστείων, τα πάρκα ακούρευτα αποδιώχνουν τα παιδιά, τα καμένα φώτα μαυρίζουν την ψυχή, αγριεύοντας το τοπίο, και τα σκουπίδια χορεύουν στον επιθανάτιο ρόγχο μιας χώρας που χάνεται ξεζουμισμένη… Η χρεοκοπία είναι ήδη εδώ και το βαρύ της δίχτυ μας παγιδεύει όλους… πόλεις, χωριά, ανθρώπους… Αναζητώ μια ελπίδα, από κάπου να πιαστώ, κι εγώ και πολλοί ακόμη… Θα τη βρούμε άραγε;