Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Όσο υπάρχουν άνθρωποι

Δύσκολες μέρες, δύσκολα χρόνια. Βαριά μελαγχολία δέρνει ζωές και ψυχές. Το αύριο άδηλο, το σήμερα ανασφαλές, τα μηνύματα καιρών και ανθρώπων απογοητευτικά.
Πριν λίγες μέρες ήμουν σίγουρη πως δεν υπάρχει ελπίδα. Πριν λίγες μέρες η εκ φύσεως αισιοδοξία μου έδειχνε να έχει σβήσει. Όσα συναντούσα γύρω μου δεν άφηναν περιθώρια να τραφεί, να βρει λίγο έστω οξυγόνο, κάτι ν’ αρπαχτεί να φουντώσει ξανά. Και πώς να γίνει αυτό, δηλαδή, όταν η δυστυχία πολλαπλασιάζεται, ο πόνος περισσεύει, τα χρέη των ανθρώπων διογκώνονται εξαιτίας της συγκυρίας δυσανάλογα με τα έσοδά τους που όσο πάει και λιγοστεύουν, ενώ οι πολίτες, οι περισσότεροι, μοιραίοι και αμέριμνοι, συνεχίζουν την παλιά τους τακτική της φοροδιαφυγής, του ρουσφετιού, της ηθελημένης άγνοιας για την κατρακύλα της χώρας;
Δίνεις μάχη για να πάρεις μια απλή απόδειξη, οι προτάσεις να συμμετέχεις κι εσύ στο πάρτι του «όλοι το ίδιο κάνουν, γιατί όχι κι εσύ» έρχονται σωρηδόν καθημερινά στην παραμικρή συναλλαγή…
«Σαράντα τοις εκατό έκπτωση κάνω», μας είπε τις προάλλες ιδιοκτήτρια καταστήματος στη Θεσσαλονίκη. Χαμήλωσε τη φωνή της: «αλλά, αν δε θέλετε απόδειξη, σας κάνω πενήντα…» Δηλαδή, κυρία μου, από το 23% του ΦΠΑ 13 εσύ, 10 ο πελάτης, τίποτε το κράτος απ’ το οποίο έχουμε την απαίτηση να φροντίζει για τα νοσοκομεία μας, τα σχολεία των παιδιών μας, τους δρόμους μας…
«Πού ζεις εσύ!» Η απαξιωτική της φράση, όταν της επισήμανα πως και τέτοιες πρακτικές μαζί με άλλες μας οδήγησαν εκεί που βρισκόμαστε, για ν’ ακολουθήσει η φραστική της επίθεση για τα χαράτσια κι όλα τα υπόλοιπα που σαν καταιγίδα πέφτουν πάνω μας, λες και η συμπεριφορά των ομοίων της ήταν διαφορετική στις εποχές της μοιραίας αμεριμνησίας.
Έφυγα θυμωμένη. Εντάξει, γνωρίζω πως το κράτος μας απέχει πολύ από το να είναι αποτελεσματικό, φιλικό στον πολίτη, εξυπηρετικό. Εχθρικό θα το χαρακτήριζα κι εγώ. Αλλά αποτελεί αυτό άλλοθι για τη δική μας ανομία; ‘Τέλειωσε η χώρα’, σκεφτόμουν βαδίζοντας στην Εγνατία.
Ευτυχώς, λίγες μόνο μέρες αργότερα, πήρα το οξυγόνο που χρειαζόμουν για να φουντώσουν οι ελπίδες μου πως τίποτε δεν τελείωσε ακόμα.
«Δε θέλω χρήματα!» Δυο φορές αρνήθηκε νεαρός ιδιώτης γιατρός να πληρωθεί, παρ’ όλο που μας συμβούλεψε και δια ζώσης και δια τηλεφώνου, επειδή δε χρειάστηκε να εξετάσει την ηλικιωμένη συγγενή μας, αποτρέποντάς μας συνάμα από μια δαπανηρή και οδυνηρή εξέταση. «Εγώ χρήματα θα βγάλω απ’ την εξέταση, αλλά δε χρειάζεται να την ταλαιπωρήσουμε», μας συμβούλεψε, αφήνοντάς μας έκπληκτους συνιστώντας μας μια άλλη ευκολότερη εξέταση και γράφοντάς μας ύστερα από αυτήν θεραπευτική αγωγή για την ασθενή.
«Πού ζεις εσύ;» έπρεπε ν’ αναφωνήσω κι εγώ με τη σειρά μου τη φράση που μου είχε πετάξει στη Θεσσαλονίκη η ιδιοκτήτρια του καταστήματος. Αντί γι’ αυτό προτίμησα ν’ αφήσω την ετοιμοθάνατη αισιοδοξία μου ν’ ανθήσει και πάλι.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι, Ελλάδα μου, μη φοβάσαι. Δεν πεθαίνεις…